Καλλιεργούμενες Παραδοσιακές
Ποικιλίες στο Αγρόκτημα
Κάθε χρόνο και μετά το τέλος της κάθε καλλιεργητικής περιόδου, δηλαδή από τον Αύγουστο και έως περίπου τα τέλη φεβρουαρίου,
υπάρχουν διαθέσιμα για οποινδήποτε θελήσει να προμηθευτεί, τα πιστοποιημένα βιολογικά προϊόντα μας:
Σιτηρά, τα ψυχανθή, το τριφύλι, και ο σανός .
Εκτός των σύγχρονων ποικιλιών καλλιεργούμε πλέον και παραδοσιακές ποικιλίες σιτηρών όπως :
Μαλακό σιτάρι ποικιλία Σκληρόπετρα (ή σκυλόπετρα) (Triticum aestivum)
Σίκαλη ποικιλία Βεύη Φλώρινας (Secale cereale)
Εξάστιχο Κριθάρι (Hordeum vulgare)
υπάρχουν διαθέσιμα για οποινδήποτε θελήσει να προμηθευτεί, τα πιστοποιημένα βιολογικά προϊόντα μας:
Σιτηρά, τα ψυχανθή, το τριφύλι, και ο σανός .
Εκτός των σύγχρονων ποικιλιών καλλιεργούμε πλέον και παραδοσιακές ποικιλίες σιτηρών όπως :
Μαλακό σιτάρι ποικιλία Σκληρόπετρα (ή σκυλόπετρα) (Triticum aestivum)
Σίκαλη ποικιλία Βεύη Φλώρινας (Secale cereale)
Εξάστιχο Κριθάρι (Hordeum vulgare)
Μονόκκοκο
σιτάρι ποικιλία Καπλουτζάς (Triticum monococcum ) Το σιτάρι είναι από τα πρώτα φυτά που καλλιέργησε ο άνθρωπος και τα ίχνη του χάνονται στα βάθη της ιστορίας. Στη Μέση Ανατολή το σιτάρι υπολογίζεται ότι καλλιεργούνταν 10.000 έως 15.000 χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού. Το μονόκκοκο σιτάρι είναι το πρώτο είδος που καλλιεργήθηκε αλλά σήμερα έχει μικρή διάδοση. Στον αλωνισμό τα λέπυρα δεν χωρίζουν από το σπόρο, γι’αυτό τα μονόκκοκα σιτάρια είναι πάντοτε ντυμένα. Έχει μεγάλη βελτιωτική σημασία (αντοχή σε ασθένειες, ψύχος, ξηρασία), είναι όμως όψιμο ( στην Ελλάδα η ποικιλία Καπλουτζάς), και δίνει μικρή στρεμματική απόδοση. Χαρακτηριστικό της ποικιλίας αυτής είναι δυνατότητα κατανά-λωσης των προϊόντων, από αυτούς που παρουσιάζουν δυσανεξία στην γλουτένη καθώς έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε γλουτένη. |
Καλλιέργεια καπλουτζά στο αγρόκτημα μας :
Φωτογραφίες από την παραγωγή του 2011 Φωτογραφίες από την παραγωγή του 2012
Φωτογραφίες από την παραγωγή του 2011 Φωτογραφίες από την παραγωγή του 2012
|
|
Και καθώς μας ζητήσατε πιο αναλυτικές φωτογραφίες των σπόρων:
Δείτε πως ακριβώς είναι το μονόκοκκο σιτάρι (καπλουτζάς) που καλλιεργούμε στο αγρόκτημα μας:
Από την καλλιεργητική περίοδο 2010-2011 ξεκινήσαμε δοκιμαστικά την καλλιέργεια μιας ακόμη παλιάς ποικιλίας, δίκοκκου σταριού αυτή τη φορά, με την ονομασία Farro ή Emmer ή Spelta.
Μαλακό σιτάρι
ποικιλία σκληρόπετρα (Triticum aestivum ) Είναι από τα παλαιότερα σιτάρια (γνωστό στους αρχαίους Έλληνες). Είναι το πλέον διαδεδομένο μαλακό σιτάρι και το πλέον κατάλληλο για την αρτοποιία χάρη στην ποιότητα της γλοιίνης που δίνουν οι πρωτεϊνες του εσωτερικού στρώματος του ενδοσπερμίου. Παλιές ποικιλίες που καλλιεργήθηκαν στην Ελλάδα ήταν η Ιταλική Μεντάνα και οι ντόπιες Ξυλόκαστρο, Σκυλόπετρα, Γκρινιάς, Τσουγκριάς , Κατρανίτσα , κουτρουλιάς κ.α με κύριο χαρακτηριστικό την αντοχή τους στο κρύο. Σίκαλη ποικιλία Βεύη Φλώρινας. Οι αγρότες συνηθίζουν να την λένε "παλιά" σίκαλη, ή "ψηλή", καθώς ο βλαστός της παρουσιάζει εντυπωσιακό ύψος... το 2011 λόγω και των επανελλημένων βροχοπτώσεων έφτασε τα 2,5 μέτρα. Επιπλέον είναι "ψιλή" και σε εμφάνιση (πιο λεπτός ο καρπός της), έχοντας σημαντικά πιο μικρές αποδόσεις σε σχέση με το υβρίδιο της σιταροσίκαλης που συνηθίζουν να καλλιεργούν οι αγρότες μας σήμερα. Πηγή : Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων |
|
Παραδοσιακές ποικιλίες από τα βάθη της ιστορίας
Στο παρακάτω link υπάρχει ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα στα σιτηρά, είναι από την ετήσια περιοδική έκδοση
"κατά τόπους αγροκτήματα" από το "Πελίτι" : - Πανελλαδικό Δίκτυο Διάδοσης και Διάσωσης των Ντόπιων Ποικιλιών -
Μπορείτε είτε να το διαβάσετε στον φυλλομετρητή σας, είτε να το "κατεβάσετε" στον υπολογιστή σας κάνοντας κλίκ εδώ...
Αφού έχετε διαβάσει το παραπάνω κείμενο και επειδή πολλοί μας ρωτούν για την Ζέα/Ζειά,
παραθέτω παρακάτω αυτούσιο το κείμενο από το "Πελίτι"
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΙΤΑΡΙ "ΖΕΑ"
Το Ζέα κατά πάσα πιθανότητα ανήκει σε μια ομάδα ντυμένων σταριών που καλλιεργούνταν στην αρχαιότητα, όπως και το μονόκοκκο και το δίκοκκο σιτάρι. Το Πελίτι διαθέτει μονόκοκκο σιτάρι και συγκεκριμένα την ποικιλία "Καπλουτζάς", ο αρχικός σπόρος του οποίου προήλθε από την Τράπεζα Γενετικού Υλικού και καλλιεργείται από παλιά στην Ελλάδα.
Το παρακάτω απόσπασμα είναι από μια συνέντευξη που έχει δώσει ο Παναγιώτης Σαϊνατούδης
στο Ρεπορτάζ χωρίς Σύνορα ...
Ο πιο σπάνιος σπόρος που έχετε συλλέξει;
Λοιπόν για το σπόρο έτσι που έχουμε ως σύμβολο και χαιρόμαστε ιδιαίτερα για το γεγονός ότι το Πελίτι έχει καταφέρει να ξαναβγεί αυτός ο σπόρος έξω είναι το μονόκοκκο σιτάρι ή «καπλουτζάς». Μας δόθηκε αυτός ο σπόρος από την τράπεζα γενετικού υλικού που είναι ο εθνικός φορέας για τη διατήρηση του φυτικού γενετικού υλικού. Αυτό έγινε πριν περίπου 10 χρόνια και καταφέραμε με πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια και πολύ υπομονή από τους καλλιεργητές που συνεργάζονται μαζί μας να ξαναβγεί αυτή η ποικιλία στον αγρό, κάτι που είχε εξαφανιστεί τελείως από την ελληνική ύπαιθρο και τώρα αυτή την περίοδο υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη ζήτηση ξανά σε σιτάρια όπου να είναι χαμηλά σε γλουτένη και το μονόκοκκο σιτάρι είναι ένα από αυτά τα σιτάρια.
Το μονόκοκκο σιτάρι καλλιεργείται στον ελλαδικό χώρο εδώ και 9000 χρόνια, έχει βρεθεί σε ανασκαφές σε διάφορες περιοχές, και εδώ στην περιοχή κοντά στην Καβάλα που βρισκόμαστε,
και στο Καραμπουρνάκι στη Θεσσαλονίκη και στη Θεσσαλία και είμαστε πολύ χαρούμενοι για το γεγονός ότι βοηθάμε μια ποικιλία να συνεχίσει να έχει ζωή στον ελλαδικό χώρο και να συνεχίσει η ιστορία της.
Πείτε μας λίγο για αυτό το σιτάρι
Λοιπόν το μονόκοκκο σιτάρι έχει βρεθεί σε ανασκαφές στο Καραμπουρνάκι, στη Θεσσαλία και σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας, χρονολογείται εδώ και 9000 χρόνια και για μας είναι το καμάρι μας θα λέγαμε, είμαστε πολύ χαρούμενοι για το γεγονός ότι έχουμε συμβάλει και εμείς έτσι ελάχιστα μέσα στη διάρκεια των 9000 χρόνων της ζωής αυτού του σταριού να μπορέσει να ξαναβγεί στον αγρό. Είχε σταματήσει να καλλιεργείται το 1936 περίπου, συλλέχθηκε από την τράπεζα γενετικού υλικού που είναι ο εθνικός φορέας για το φυτικό γενετικό υλικό και πριν 10 χρόνια πήραμε κάποια λίγα γραμμάρια από την τράπεζα και καταφέραμε με συνεργασία με τον Αλέξανδρο Σαριγιαννίδη να ξαναμεγαλώσει αυτό το σιτάρι σε ποσότητα και σήμερα υπάρχουν κάποιοι καλλιεργητές που μπορούν και δίνουν σπόρο από αυτό το σιτάρι και μάλιστα είμαστε σε μια χρονική στιγμή όπου υπάρχει πολύ μεγάλη στροφή των ανθρώπων σε προϊόντα με χαμηλή γλουτένη και αυτό το σιτάρι την έχει.
Ένα από τα σιτάρια που έχουν χαμηλή γλουτένη είναι το μονόκοκκο σιτάρι ή «καπλουτζάς» αλλιώς και ευχαριστούμε έτσι όλους τους ανθρώπους που έχουν εργαστεί ώστε να μπορεί ξανά αυτό το σιτάρι να βρίσκεται στον αγρό και στα χέρια μας.
-Τελευταία ακούμε να γίνεται λόγος για το σιτάρι Ζέα. Γιατί ακριβώς πρόκειται;
Οι αρχαίοι προγονοί μας κατανάλωναν κατά κύριο λόγο κριθάρι και όχι σιτάρι.
Το Ζέα είναι μια ομάδα σιτηρών και όχι ένα μεμονωμένο σιτάρι.
Μέσα σε αυτή την ομάδα είναι και το μονόκκοκο σιτάρι που αναφέραμε παραπάνω.
Η διατήρηση των σπόρων γιατί είναι σημαντική; Λέγεται ότι μεγάλες εταιρίες μαζεύουν τους σπόρους, τους μεταλλάσσουν και τους διοχετεύουν ώστε να κρατούν πεινασμένο τον κόσμο και να μπορούν να τον ελέγχουν. Συμμερίζεσαι αυτό το σενάριο;
Ο σπόρος είναι τροφή, και όποιος ελέγχει τη τροφή έχει μια τεράστια πολιτική και οικονομική εξουσία. Ο Adam Ford μας είπε το 2009 όταν είχε έρθει εδώ ότι δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία αν χαθούν οι ντόπιες ποικιλίες. Σαφώς αυτή τη στιγμή ξέρουμε ότι γίνονται προσπάθειες ελέγχου του σπόρου και της τροφής και προσπαθούμε και μεις με τα δικά μας μέσα όσο μπορούμε να ελευθερώσουμε κάποιους σπόρους, δηλαδή δίνοντας τους ελεύθερα από χέρι σε χέρι και από γενιά σε γενιά, γιατί είναι καθοριστικής σημασίας αυτοί οι σπόροι για την ελευθερία, για την αυτάρκεια και για μας είναι πολύ σημαντικό οι σπόροι να δίνονται ελεύθερα χωρίς χρήματα από τους ανθρώπους.
Μέχρι πρόσφατα, μέχρι και το καλοκαίρι που μας πέρασε η Ελλάδα κατατάσσονταν στις χώρες που οι ντόπιες ποικιλίες καλλιεργούνταν για το θέμα της ποιότητας της τροφής. Αυτό μας το είχανε πει πάρα πολλοί άνθρωποι και από το εξωτερικό ότι στις φτωχές χώρες, στην Ινδία, στην Αφρική καλλιεργούν ντόπιες ποικιλίες για να επιβιώσουνε. Πλέον και η Ελλάδα κατατάσσεται σε αυτές τις χώρες που καλλιεργούν οι άνθρωποι ξανά όχι για την ποιότητα της τροφής, αλλά για να μπορέσουν να επιβιώσουν σαν οικογένειες. Και θεωρώ ότι όσοι κρατάμε στα χέρια μας ντόπιες ποικιλίες καλούμαστε να παίξουμε έναν καθοριστικό ρόλο τα επόμενα χρόνια στην επιβίωση της χώρας και των ανθρώπων, στην αυτάρκεια, στην ελευθερία, και σε πάρα πολλά άλλα ζητήματα.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την συνέντευξη του Παναγιώτη Σαϊνατούδη στο :
Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα
Φρούτα σπόροι και καρποί στο σπήλαιο της Θεόπετρας
Τι αποκαλύπτει σχετική μελέτη για όλες τις περιόδους Με πρόσφατη ανακοίνωση το υπουργείο Πολιτισμού επισήμανε πως το σπήλαιο της Θεόπετρας χρονολογήθηκε το αρχαιότερο, σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα ευρήματα, τεχνικό έργο του ανθρώπου.
Στο προϊστορικό σπήλαιο της Θεόπετρας έχουν πραγματοποιηθεί συστηματικές ανασκαφές κατά τα τελευταία 25 έτη υπό τη διεύθυνση της Δρος Ν. Κυπαρίσση - Αποστολίκα, Προϊσταμένης της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας Νοτίου Ελλάδος του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού.
Η χρονολόγηση του τεχνητού λιθοσωρού - τείχους, που περιορίζει την είσοδο του σπηλαίου κατά τα 2/3 κι έγινε με τη μέθοδο της Οπτικής Φωταύγειας, απέδωσε μια μέση ηλικία 23.000 ετών και πιστοποιεί το έργο της κατασκευής του λιθοσωρού ως το αρχαιότερο μέχρι σήμερα γνωστό τεχνικό έργο στον Ελλαδικό χώρο και πιθανόν παγκοσμίως.
Η ηλικία συμπίπτει απόλυτα με την ψυχρότερη περίοδο της τελευταίας παγετώδους εποχής και υποδηλώνει ότι το έργο κατασκευάστηκε από τους παλαιολιθικούς οικιστές του σπηλαίου για να προστατευθούν από το τότε δριμύ ψύχος. Η χρονολόγηση πραγματοποιήθηκε στο εργαστήριο Αρχαιομετρίας του κέντρου «Δημόκριτος» από την ερευνητική ομάδα των Ν. Ζαχαριά, επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και του Δρ. Ι. Μπασιάκου, διευθυντή ερευνών του Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. «Δημόκριτος».
Ιδιαίτερη αξία αποκτά η μελέτη των σπόρων, καρπών και άλλων φυτικών μερών η οποία αποτελεί προϊόν εργασίας της Μαρίας Μαγκαρά, τα συμπεράσματα της οποίας δημοσιεύονται στα πρακτικά του διεθνούς συνεδρίου για το σπήλαιο της Θεόπετρας.
Μέση Παλαιολιθική
Πλήθος φυτικών καταλοίπων προέρχονται από την επίχωση της Μέσης Παλαιολιθικής. Βρέθηκαν σπόροι και καρποί άγριων φυτών, οι περισσότεροι εκ των οποίων διατηρήθηκαν εξαιτίας της απανθράκωσής τους, ενώ κάποιοι λόγω της επασβέστωσης. Η διατήρηση του συνόλου του αρχαιοβοτανικού υλικού και κυρίως η ποικιλία των ειδών είναι εντυπωσιακή. Έχουν προσδιοριστεί σπόροι ψυχανθων και αγρωστωδών φυτών, τα οποία θα κατείχαν σημαντική θέση στο διαιτολόγιο των Μέσων Παλαιολιθικών χρηστών του σπηλαίου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι άγριοι πρόγονοι των οσπρίων που καλλιεργούνται ακόμη και σήμερα, όπως ρόβι, λαθούρι, φακή, ρεβύθι, μπιζέλι.
Εδώδιμα φρούτα και καρποί είναι επίσης παρόντα στα δείγματα αυτής της περιόδου. Έχουν προσδιοριστεί τουλάχιστον τέσσερα διαφορετικά είδη άρκευθος, σχίνος/τσικουδιά, κ.α.
Ανώτερη Παλαιολιθική
Το αρχαιοβοτανικά υλικό που προέρχεται από τα στρώματα αυτής της περιόδου είναι πλουσιότερο αριθμητικά από εκείνο της Μέσης Παλαιολιθικής, αλλά σε γενικές γραμμές τα είδη των φυτών είναι τα ίδια. Το πλέον σημαντικό εύρημα αυτής της περιόδου είναι ένα δίχαλο σταχιδίου δίκοκκου σιταριού. Αν πράγματι, αναφέρεται στην εργασία, χρονολογείται στην Ανώτερη Παλαιολιθική, πρόκειται για εύρημα εξέχουσας σημασίας καθώς θα αποτελεί την αρχαιότερη μαρτυρία καλλιέργειας δίκοκκου σιταριού στην Ελλάδα, μια περιοχή στην οποία δεν απαντά ο άγριος πρόγονός του. Καθώς η πιθανότητα να έχει παρεισφρύσει από τα υπερκείμενα στρώματα δεν μπορεί να αποκλειστεί, έχει προγραμματιστεί η ραδιοχρονολόγησή του με επιταχυντή στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Μεσολιθική
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της μελέτης του αρχαιοβοτανικού υλικού από το σπήλαιο της Θεόπετρας παρουσιάζουν τα δείγματα που προέρχονται από τα Μεσολιθικά στρώματα. Η καλλιέργεια πιστοποιείται από την ανεύρεση εξάστιχου επενδυμένου κριθαριού. Εξίσου σημαντικό εύρημα αποτελούν και οι σπόροι του άγριου μονόκοκκου σιταριού. Η μέχρι τώρα απουσία του από τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα του ελληνικού χώρου έχει αποτελέσει ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα στις θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την εξάπλωση της γεωργίας από την Εγγύς Ανατολή.
Η ύπαρξη όμως του άγριου μονόκοκκου σιταριού σε συνδυασμό με την παρουσία του κριθαριού και όλων των άγριων οσπρίων, πιστοποιεί πως οι προνεολιθικοί κυνηγοί και καρποσυλλέκτες, χρήστες του σπηλαίου Θεόπετρας, είχαν εντάξει τα φυτά αυτά στο διαιτολόγιο τους. Άρα η εξημέρωση των φυτών και οι απαρχές της γεωργίας μπορούν πλέον κάλλιστα να θεωρηθούν ότι συντελέστηκαν στον ελληνικό χώρο και, συνακόλουθα, ο Νεολιθικός πολιτισμός να θεωρηθεί ως επιτόπια εξέλιξη.
Νεολιθική
Μεγάλες συγκεντρώσεις φυτικών καταλοίπων βρέθηκαν στα στρώματα της Νεολιθικής περιόδου. Κυριαρχούν το μονόκοκκο και το δίκοκκο σιτάρι. Στα δείγματα είναι παρόντες κυρίως σπόροι αυτών των ειδών αλλά και δίχαλα σταχιδίων καθώς και βάσεις των εξωτερικών λεπύρων. Άλλα είδη δημητριακών είναι το σιτάρι σπέλτα, το μαλακό ή/και σκληρό σιτάρι και το εξάστιχο επενδυμένο κριθάρι. Σε πολύ μικρές ποσότητες απαντώνται η φακή και η ρόβη. Μεταξύ των φρούτων συγκαταλέγονται το σύκο, το βατόμουρο, ο σαμπούκος, το κράνο, το βαλανίδι, η ελιά και το σταφύλι. Απανθρακωμένοι και επασβεστωμένοι σπόροι πολλών άλλων άγριων ειδών, ορισμένα από τα οποία είναι εδώδιμα ενώ άλλα είναι ενδεχομένως ζιζάνια καλλιεργειών, είναι επίσης παρόντες στο αρχαιοβοτανικό υλικό αυτής της περιόδου.
Έρευνα του Αποστόλη Ζώη
Νεολιθική γεωργική καλλιέργεια Μακεδονία & Θεσσαλία 7.000 π.Χ. Η ανάπτυξη της γεωργίας στον ελλαδικό - αιγαιακό χώρο σημειώνεται κατά την 7η χιλιετία π.Χ. και εγκαινιάζει, μαζί με την κτηνοτροφία, το παραγωγικό στάδιο οικονομίας. Τα είδη που καλλιεργούνται συστηματικά από την Προκεραμική Nεολιθική είναι το μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι και το κριθάρι. Kατά τη Nεότερη και την Tελική Nεολιθική εντατικοποιείται η καλλιέργεια του κριθαριού, πιθανότατα λόγω της προσαρμοστικότητάς του σε διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες. Στις πρώτες φάσεις της Νεολιθικής καλλιεργείται ευρύτατα το δίστοιχο κριθάρι (Γεντίκι, Σουφλί, Νέα Νικομήδεια, Φράγχθι, Κέα, Κνωσός), ενώ από τη Νεότερη Νεολιθική στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία προτιμάται το εξάστιχο κριθάρι. Aπό τη μελέτη των φυτικών καταλοίπων συνάγεται ότι τα δημητριακά και τα όσπρια καλλιεργούνται είτε στους ίδιους είτε σε διαφορετικούς αγρούς. Mικτές καλλιέργειες σημειώνονται για παράδειγμα στο Γεντίκι και στην Άργισσα, ενώ στον Πρόδρομο και το Σέσκλο οι καλλιέργειες γίνονται χωριστά. Aξίζει να σημειωθεί ότι τα είδη σιτηρών και οσπρίων που αναφέρονται δεν καλλιεργούνται το ίδιο σε όλους τους οικισμούς του ελλαδικού χώρου. Στη Νέα Νικομήδεια και τη Μαγούλα Μπαλωμένου προτιμάται για παράδειγμα ένα μόνο είδος σιταριού. Oι αγροί σκάβονται με λίθινες αξίνες, ενώ η χρήση του αρότρου δεν τεκμηριώνεται αρχαιολογικά στο Αιγαίο πριν από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.). H συγκομιδή των σιτηρών γίνεται με ξύλινα δρεπάνια, στο στέλεχος των οποίων προσαρμόζονται λεπίδες πυριτόλιθου η μια δίπλα στην άλλη. Μεταξύ των άλλων ευρημάτων της Νέας Νικομήδειας συγκαταλέγονται και οι 2.000 περίπου απανθρακωμένοι σπόροι σίτου, που αποδεικνύουν ότι οι μακρινοί εκείνοι πρόγονοί μας γνώριζαν να καλλιεργούν την γη από την 7η χιλιετία π.Χ. Απανθρακωμένοι κόκκοι σιτηρών βρέθηκαν και σε αρχαιότερα νεολιθικά στρώματα της Θεσσαλίας. Πρόκειται για άμεσες αποδείξεις του γεωργικού χαρακτήρος του αρχαιοτέρου νεολιθικού πολιτισμού του θεσσαλικού κάμπου (έμμεσες υπάρχουν άφθονες : τριπτήρες, μυλόλιθοι κ.ά.). Οι απανθρακωμένοι κόκκοι αποτελούν τις αρχαιότερες αποδείξεις καλλιέργειας σιτηρών στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Και είναι γνωστό ότι υψηλοί πολιτισμοί αναπτύχθηκαν μόνο στις περιοχές όπου είχε εξασφαλισθεί η καλλιέργεια σίτου (είναι πιο ανθεκτικός, αποθηκεύεται εύκολα, δεν χρειάζεται άρδευση). Υπάρχουν επίσης λεπίδες από θεριστικά μαχαίρια ή δρεπάνια (με γυαλισμένη μια πλευρά συνήθως, από το θέρισμα δημητριακών). Το συνηθέστερο λίθινο εύρημα της Προκεραμικής είναι μικρά κομμάτια λεπίδων από πυριτόλιθο ή οψιανό. Συνήθως το μήκος τους δεν ξεπερνάει τα δύο εκατοστόμετρα. Τα βασικά εργαλεία πρέπει να ήταν σύνθετα, από περισσότερα δηλ. μικρά κομμάτια πυριτόλιθου ή οψιανού που έμπαιναν σε λαβές ξύλινες ή οστέινες. Στη Θεσσαλία έχει ως τώρα επιβεβαιωθεί η καλλιέργεια δύο ειδών σιταριού, δύο ειδών κριθαριού, καθώς και κεχριού, πίσου, φακής και βίκου. Τα είδη των δημητριακών φαίνονται πολύ πιο κοντά στα σύγχρονα, παρά στις άγριες μορφές τους, όπως τουλάχιστον βεβαιώνουν οι ειδικοί. Επομένως ήταν από καιρό εξημερωμένα και καλλιεργημένα. Το δίκοκκο σιτάρι και το κριθάρι απαντάται και στη Μικρά Ασία. Το μονόκοκκο σιτάρι και τα όσπρια απαντώνται, σε άγρια μορφή, και στη Νότιο Βαλκανική και στη Μικρά Ασία και σε ολόκληρο τον μεσογειακό χώρο. Φαίνεται πώς καλλιεργήθηκαν από τις άγριες μορφές - ή τουλάχιστον είναι δυνατόν να προέρχονται από ιθαγενείς ποικιλίες. Απανθρακωμένοι σπόροι από μονόκοκκο σιτάρι και βελανίδια έχουν βρεθεί και σε ειδικούς λάκκους αποθήκευσης και σε ειδικούς αποθηκευτικούς πίθους στον προϊστορικό οικισμό στο Αρχοντικό Γιαννιτσών. Έχουν βρεθεί επίσης απανθρακωμένα μπιζέλια και στην Σκοτεινή Θαρρουνίων Ευβοίας. Χρονολογούνται στην Nεολιθική εποχή. Οπωσδήποτε, τα είδη των ζώων και των φυτών που εξημερώθηκαν ή καλλιεργήθηκαν στην Ελλάδα κατά την αφετηριακή φάση της νεολιθικής, είναι τα ίδια με αυτά που συναντούμε στην Μικρά Ασία και την Μέση Ανατολή, γενικότερα. http://www.angelfire.com/pro/delfoi/page1-2.htm |
Απανθρακωμένοι κόκκοι σιτηρών.
Θεσσαλία (Μουσείο Βόλου)
Λεπίδες από το Μουσείο Βόλου. Η μεγάλη χρησιμοποιόταν σαν μαχαίρι. Η μικρή εφαρμοζόταν σε ξύλινο οστέινο στέλεχος και γινόταν δρεπάνι για τον θερισμό των δημητριακών.
|